- ἡγούμενον
- ἡγέομαιgo beforepres part mid masc acc sg (attic epic doric)ἡγέομαιgo beforepres part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
ABBAS — I. ABBAS Canonicorum, nempe Regularium, alias quoque Abbas Canonicus, cuiva mwnrio in Concil. Aquisgran. II. c. 2. opponitur Abbati Monachorum can. seq. vide quoque Capitul: Caroli M. l. 5. c. 79. Praeceptum Ludovici Piipro Monasterio S. Columbae … Hofmann J. Lexicon universale
PRINCEPS Officii — apud Romanos, tam in Palatinis Officiis, quam in Officiis Praesidum et Rectorum provinciarum, dicebatur, qui primum in eo officio locum obtinebat. Singula enim Officia Principes suos habebant, qui et Primates Officit vocabantur et Priores:… … Hofmann J. Lexicon universale
επελαύνω — (AM ἐπελαύνω) [ελαύνω] 1. επιτίθεμαι έφιππος 2. επιτίθεμαι ορμητικά αρχ. μσν. διέρχομαι, διασχίζω αρχ. 1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ ὄγδοον ἤλασε χαλκόν» … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… … Dictionary of Greek
Βερνάρδος του Κλερβό — (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Φιλόσοφος, θεολόγος και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός σε … Dictionary of Greek
ИГУМЕН — [греч. ὁ ἡγούμενος управитель, руководитель], начальник мон ря; в РПЦ титул, присваиваемый как иерархическая награда иеромонахам (соответствует протоиерею белого духовенства). В НЗ слово ἡγούμενος обозначает вообще начальствующего («Но кто из вас … Православная энциклопедия